Η ιστορία του Μαντολίνου
Το Μαντολίνο είναι ένα διεθνές μουσικό όργανο ιταλικής προέλευσης. Είναι νυκτό έγχορδο όργανο από το ρήμα νύσσω που σημαίνει τσιμπώ. Στο ερμηνευτικό και Ετυμολογικό λεξικό της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Larousse Britannica αναφέρεται η εκδοχή της ιταλικής λέξης mandolin από τη Mandola που σημαίνει «αμύγδαλο» λόγο της ομοιότητας του σχήματος του μαντολίνου με αμύγδαλο.
Το Μαντολίνο είναι ένα διεθνές μουσικό όργανο ιταλικής προέλευσης. Είναι νυκτό έγχορδο όργανο από το ρήμα νύσσω που σημαίνει τσιμπώ. Στο ερμηνευτικό και Ετυμολογικό λεξικό της εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος Larousse Britannica αναφέρεται η εκδοχή της ιταλικής λέξης mandolin από τη Mandola που σημαίνει «αμύγδαλο» λόγο της ομοιότητας του σχήματος του μαντολίνου με αμύγδαλο.
Ωστόσο η ιστορία της οικογένειας των μαντολίνων είναι καλά συνδεδεμένη
με την ιστορία των λαούτων. Τα λαούτα ή λαγούτα ήρθαν
στην Ευρώπη τον μεσαίωνα από τους Άραβες (μέσω του εμπορίου, των εισβολών, των
πλανόδιων). Άρα πρόκειται για όργανο με ρίζες
στον μεσαίωνα. Και αυτό γιατί το “Mandolino” προέρχεται από την Μάντορα ή
Κιντέρνη του 13ου αιώνα όργανο συγγενές με το λαούτο αλλά, με αρκετές
παραλλαγές, όπως λιγότερες χορδές και πιο μικρές διαστάσεις. Σε αυτό λοιπόν το γνήσιο απόγονο της Μάντολα - τον 16ο
αιώνα δόθηκε το όνομα μαντολίνο και συγκεκριμένα Mandolin Milanese όπως μας επισημαίνει ο KONRAD WOLKI ερευνητής της
ιστορίας του μαντολίνου. Tο Μαντολίνο διαδόθηκε
σε όλη την Ιταλία και κάθε μεγάλη πόλη
κατασκεύαζε μαντολίνα με λιγότερες ή περισσότερες αλλαγές. Έπαιρναν δε το
όνομά τους από την πόλη όπου πρωτοκατασκευάστηκαν. Έτσι διαδοχικά κατασκευάστηκε στη Φλωρεντία το «Φλωρεντινό»
μαντολίνο στη Νάπολη το «Ναπολιτάνικο» μαντολίνο, στη Γένοβα το “Γενοβέζικο
μαντολίνο”, στη Πάντοβα το «Παντουάνικο», το «Ρωμαικό» στη Ρώμη, το «Σικελικό»
στη Σικελία κ.ά. .
Το Μιλανέζικο και το Ναπολιτάνικο είναι τα
μαντολίνα που η εξέλιξή τους δεν διαφέρει πολύ από την αρχική τους και τη
σημερινή τους μορφή, γι αυτό και θα σταθούμε λίγο σε αυτά.
«Μιλανέζικο
μαντολίνο»
Το «Μιλανέζικο» μαντολίνο ονομαζόταν
και Λομβαρδιανό ή baroque μαντολίνο είχε αρχικά 6 διπλές χορδές «sol, si, mi, la, re, sol» και αργότερα επικράτησαν οι ίδιες,
αλλά μονές χορδές. Ο τύπος αυτού του μαντολίνου κατόρθωσε να επιβιώσει και να
έχει θαυμαστές ακόμα και στον αιώνα μας ενώ στην Ιταλία εξακολουθούν να
υπάρχουν και σήμερα εκτελεστές Μιλανέζικου μαντολίνου γιατί η διδασκαλία του
συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα σπουδών ενώ σε προγράμματα διδασκαλίας μαντολίνου άλλων χωρών δεν
περιέχεται η διδασκαλία του μαντολίνου αυτού. Μάλιστα σε σεμινάρια διδασκαλίας
νυκτών εγχόρδων που διοργανώνονται και
σήμερα στην πόλη Brecia της Ιταλίας,
μεταξύ άλλων διδάσκεται και το Λομβαρδιανό μαντολίνο ή αλλιώς Μιλανέζικο, από
τον διεθνούς φήμης καθηγητή μαντολίνου Ugo Orlandi.
Ολοκληρωμένα έργα για αυτό το τύπο
μαντολίνου έγραψε πρώτος ο διάσημος συνθέτης Antonio Vivaldi (1678-1740):
- concert in C-major, RV 425, for mandolin and strings
- concert in G-major, RV 532, for two mandolins en strings
- concert in C-major "Con molti Instrumente", RV 558, with
among other instruments two mandolins and two theorbo's
«Ναπολιτάνικο μαντολίνο»
Η σειρά των χορδών του «Ναπολιτάνικου» μαντολίνου ήταν και παραμένει
«sol, re, la, mi» διπλές
χορδές και μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις το μαντολίνο αυτό ξέφυγε από τη χρήση
των διπλών χορδών. Πιο φημισμένα Ναπολιτάνικα μαντολίνα ήταν της οικογένειας “Vinaccia” ή αλλιώς Ναπολιτάνικο μαντολίνο
του 18ου αιώνα που έχει επικρατήσει μέχρι και σήμερα. Ίδιας
φήμης ήταν και τα μαντολίνα της οικογενείας Galace.
Μάλιστα ο Rafaele Galace υπήρξε και σπουδαίος βιρτουόζος
μαντολίνου εκτός από κατασκευαστής.
Μεγάλοι συνθέτες όπως as Johann Adolf Hasse
(1699-1783), και ο Carl
Stamitz (1745-1801) προκλασικής
εποχής , Οι Wolfgang
Amadeus Mozart
(1756-1791), Ludwig
van Beethoven
(1770-1827) Johann
Nepomuk Hummel
(1778-1837)κλασικής εποχής και αργότερα Verdi, Schrecker, Schönberg, Stravinsky, Hindemith, Fortner, B. A. Zimmermann, Ligeti, Henze, and others συνέθεσαν
για Ναπολιτάνικο μαντολίνο, δηλαδή για μαντολίνο με τέσσερις χορδές, και αυτό ίσως επειδή ήσαν εξοικειωμένοι με το χόρδισμα
του βιολιού που ήταν και είναι ίδιο με του μαντολίνου. Αντίθετα οι εξειδικευμένοι συνθέτες και σολίστ
του οργάνου, προτίμησαν το Μιλανέζικο μαντολίνο.
Από την Ιταλία σχεδόν ραγδαία εξαπλώθηκε παγκοσμίως η χρήση του μαντολίνου και της οικογενείας αυτού τον 19ο αιώνα περνώντας από την Ευρώπη, (Αγγλία, Γερμανία, Σκωτία, Ιρλανδία) στην Ρωσία, Αυστραλία, Ιαπωνία, Βενεζουέλα, Αμερική. Στην Γαλλία και Πορτογαλία κατασκευάστηκαν τα πρώτα μαντολίνα με επίπεδη
πλάτη «πλακέ μαντολίνα» που διακρίνονταν
για την βαρύτερη τονικότητά τους ενώ το 19ο αιώνα, ο Αμερικάνος κατασκευαστής Όρβιλ Γκίμπσον καθιέρωσε αυτά τα πλακέ μαντολίνα και τα προσάρμοσε κατά κάποιο τρόπο στις ανάγκες της τοπικής μουσικής με τις Αμερικάνικες μπλου-γκράς ορχήστρες.
Σήμερα υπάρχουν και άλλα είδη Μαντολίνου, το Μπαντζομαντολίνο, το Α-style που λέγεται έτσι λόγω του σχήματος του ηχείου του και το F-style που μοιάζει πολύ με το Βιολί ως προς το σχήμα, αφού έχει τα ίδια ηχητικά ανοίγματα σε σχήμα f.
Σήμερα υπάρχουν και άλλα είδη Μαντολίνου, το Μπαντζομαντολίνο, το Α-style που λέγεται έτσι λόγω του σχήματος του ηχείου του και το F-style που μοιάζει πολύ με το Βιολί ως προς το σχήμα, αφού έχει τα ίδια ηχητικά ανοίγματα σε σχήμα f.
ΜΕΡΗ ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΥ
Το
μαντολίνο αποτελείται κυρίως από το σκάφος,
το καπάκι, το μπράτσο, την κλειδιέρα, την ταστιέρα
και από κάποια άλλα πρόσθετα υλικά απαραίτητα για τη σύνθεση αυτού
όπως τα κλειδιά, τις χορδές, τα τάστα, και την γέφυρα ή αλλιώς καβαλάρη ή ζυγό.
- Το σώμα ή σκάφος που ονομάζεται και ηχείο γιατί παράγει την αντήχηση ώστε να ενισχυθεί ο ήχος, φτιάχνεται
από οποιοδήποτε σκληρό και δυνατό ξύλο όπως τριανταφυλλιάς σε ντούγιες,
δηλαδή λεπτές φέτες ξύλου κατάλληλα διαμορφωμένες που συγκολλούνται μεταξύ
τους με την βοήθεια του καλουπιού δίνοντας στο τέλος ένα ελαφρύ και συνάμα
ανθεκτικό αντηχείο. Σκεφτείτε το σαν ένα καρπούζι που κόβεται σε φέτες. Οι
φλούδες που μένουν από το καρπούζι, σαν υπόλοιπο μιας δροσιστικής
απόλαυσης αν «ενωθούν», δίνουν ένα σκάφος ή αλλιώς «αντηχείο.
- Πάνω στο σκάφος ακουμπά το καπάκι. Οι απαιτήσεις είναι
πολύ περισσότερες στην επιλογή ξύλου για το καπάκι. Tο καπάκι πρέπει να έχει μόλις 2
χιλιοστά πάχος και το ξύλο κατασκευής του πρέπει να είναι κομμένο κατά
μήκος ώστε οι ίνες του να είναι στενές και ισοπαχείς γιατί το ξύλο έτσι
επηρεάζεται λιγότερο από την υγρασία, δεν σκεβρώνει και ο ήχος του είναι
πιο καθαρός και ωραίος. Επίσης το καπάκι πρέπει να είναι απαλλαγμένο από
ραγάδες, σήψη και ρόζους να έχει σχετικά χαμηλή πυκνότητα και μεγάλη
ελαστικότητα. Πάνω στο καπάκι βρίσκεται η κεντρική τρύπα σαν της
κιθάρας ή δύο τρύπες τύπου Fσαν του βιολιού που διαχέουν τον ήχο στο περιβάλλον.
- Το μπράτσο είναι το στοιχείο του
οργάνου το οποίο ενώνει το αντηχείο του οργάνου με την κλειδιέρα. Η
μπροστινή επιφάνεια του μπράτσου πρέπει να είναι τελείως επίπεδη ώστε όταν
κολλήσει η ταστιέρα πάνω σε αυτή, να εφάπτεται. Στη ταστιέρα τοποθετούνται τα τάστα στα οποία πατάει ο εκτελεστής για να παράγει τους
φθόγγους αυξάνοντας ή μειώνοντας το μήκος της χορδής. Τα τάστα είναι μεταλλικά ελάσματα (17 τάστα - 25 τάστα) που εξασφαλίζουν την διαύγεια στον ήχο όταν
πατάμε τις χορδές.
Το πίσω μέρος του μπράτσου είναι κοίλο με προοδευτικό άνοιγμα προς τα κάτω, δηλαδή
προς το σημείο όπου το μπράτσο ενώνεται με το αντηχείο. Το άνοιγμα της καμπύλης
έχει να κάνει με τις ανθρωπο-μετρικές διαστάσεις και προσαρμόζεται σύμφωνα με
το ανθρώπινο χέρι. Οπότε κατά τη κατασκευή του ανάλογα γίνεται περισσότερο
χοντρό ή λεπτότερο με βάση τα χέρια του ιδιοκτήτη του οργάνου και πάντα βέβαια
με κάποιες ανοχές ασφαλείας για την σωστή κατασκευή του. Οι τάσεις που
δημιουργούνται στο μπράτσο με το κούρδισμα των χορδών είναι πολύ ισχυρές. Γι’
αυτό το λόγο απαιτούνται από το ξύλο ισχυρές μηχανικές ιδιότητες. Οι ακουστικές
ιδιότητες του ξύλου δεν έχουν σημασία σε αυτό το κομμάτι του οργάνου. Συνήθως
χρησιμοποιούνται ξύλα σκληρά όπως
καρυδιά, μαόνι, βένγκε.
- Στο πάνω μέρος του βραχίονα ή Μπράτσο
είναι η κεφαλή . Η
κεφαλή φέρει οπές όπου σε αυτές προσαρμόζονται τα κλειδιά. Συνηθίζεται στα έγχορδα μουσικά όργανα η κλειδιέρα να
μην είναι μονοκόμματη με την ταστιέρα, παρά αποσπώμενη και να έχει μία
κλίση προς τα πίσω ώστε να βοηθά στην εξισορρόπηση των τάσεων που ασκούν
οι χορδές ώστε να μην σκεβρώσει το μπράτσο. Για το ξύλο της κεφαλής απαιτείται
ότι και για το μπράτσο. Και εδώ πρωταρχική σημασία έχουν οι μηχανικές και
όχι οι ακουστικές ιδιότητες.
- Τα κλειδιά
διατίθενται έτοιμα στο εμπόριο σε διάφορα μεγέθη και σε διάφορους
σχεδιασμούς και ποιότητες, κατασκευάζονται από μεταλλικό ανοξείδωτο υλικό
συνήθως και φέρουν οπές όπου μπαίνουν οι χορδές οι οποίες είναι
προσαρμοσμένες στη γέφυρα ή Καβαλάρη ο οποίος δεν είναι κολλημένος στο
καπάκι και είναι από σκληρό πλαστικό
ή και πιο σπάνια οστέινος .
- Στο κάτω μέρος του οργάνου υπάρχει
ο χορδοκράτης εξάρτημα στο
οποίο δένουν τις χορδές προκειμένου να σταθεροποιηθούν ώστε να δημιουργηθεί
η αρμονική τράπεζα.
Πολλοί οργανοποιοί διακοσμούν τα
μαντολίνα με έβενο, κέρατο, κόκαλο,
ελεφαντόδοντο, επιχρυσωμένη ταρταρούγα, βερνίκια.
- Οι χορδές είναι το σημαντικότερο μέρος του οργάνου και
κάθε εγχόρδου. Είναι το ηχογόνο μέρος
του μαντολίνου αφού χωρίς αυτές δεν
παράγεται ήχος. Είναι οκτώ χωρίζονται σε τέσσερα ζεύγη, δεν έχουν όλες το ίδιο πάχος και κουρδίζονται
ανά 5/ες όπως το βιολί στις νότες ΣΟΛ-ΡΕ-ΛΑ-ΜΙ. Από την γέφυρα οι χορδές
περνάνε παράλληλα η μία από την άλλη, πάνω απ’ το καπάκι και την
ταστιέρα και καταλήγουν στον μηχανισμό
κουρδίσματος.
- Η έκταση του μαντολίνου φθάνει πάνω από 3 οκτάβες, ξεκινώντας από το σολ κάτω από το πεντάγραμμο με δύο βοηθητικές έως το μι πάνω από το πεντάγραμμο με 6 βοηθητικές γραμμές. Ωστόσο όταν το έργο προορίζεται να εκτελεσθεί από ομάδα μαντολίνων, πρέπει να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση πάρα πολύ ψηλών νότων.
Αν δούμε τις νότες όπως ανεβαίνουν διαδοχικά στην ταστιέρα, παρατηρούμε ότι χρησιμοποιείται συγκερασμένο σύστημα.

Πέννες
Το πρώτο υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την
νύξη των χορδών του οργάνου ήταν το ξυσμένο φτερό από γαλοπούλα. Γρήγορα όμως
οι εκτελεστές άρχισαν να αναζητούν νέο υλικό. Ο Bortolazzi βιρτουόζος
μαντολινίστας, το 1805 πρότεινε «φλούδα από κορμό κερασιάς» ενώ από το 1900 και
μετά καθιερώθηκε οριστικά η ταρταρούγα κέλυφος χελώνας υλικό που
χρησιμοποιούσαν ήδη και για την
κατασκευή του οργάνου. Ο οξύς όμως ήχος που παραγόταν από το υλικό αυτό σε
συνδυασμό με τις μεταλλικές χορδές δεν ικανοποιούσε τους εκτελεστές του
οργάνου. Το 1928 ο Karl Henze διευθυντής της ορχήστρας νυκτών εγχόρδων
Βερολίνου, πρότεινε αντί για ταρταρούγα πένα από ελαστικό για να παράγει πιο μουντό ήχο, αφαιρώντας έτσι το σκληρό
μεταλλικό άκουσμα από το όργανο. Η πένα από ελαστικό έχει καθιερωθεί σήμερα
στην Γερμανία και σε ορισμένες άλλες χώρες, όπου μπορεί κανείς να διακρίνει μια
σαφή διαφορά στον παραγόμενο ήχο των ορχηστρών.
ΤΕΧΝΙΚΑ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Το κράτημα το μαντολίνου βασίζεται στην ισορροπία του
σε σχέση με το σώμα και το δεξί χέρι. Για τη διευκόλυνση αυτής της ισορροπίας
χρησιμοποιούμε ένα κομμάτι δέρμα το οποίο τοποθετείται ανάμεσα στο σώμα και το
όργανο και βοηθάει στη σταθερότητα.
Το δεξί χέρι είναι παράλληλο στις χορδές. Κατά το
παίξιμο η «πάνω –κάτω» κίνηση γίνεται μόνο από τον καρπό. Η πέννα συγκρατείται
από τις άκρες των δυο πρώτων δακτύλων. Για καλλίτερη σταθερότητα
χρησιμοποιείται το υποπόδιο στο δεξί πόδι.
Το μαντολίνο αδυνατεί να κρατήσει τον ήχο φθόγγου μεγάλης αξία; γι αυτό και οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν το τρέμολο. Βέβαια αυτό δεν μπορεί χαρακτηρισθεί σαν λύση λόγω της δυσκολίας που έχει και την πολύ καλή τεχνική που χρειάζεται για να παραχθεί ο ήχος ισόχρονα. Πρέπει να χρησιμοποιείται περιστασιακά. Οι συνθέτες για τη λύση του προβλήματος της διάρκειας του ήχου, χρησιμοποίησαν την υποδιαίρεση των φθόγγων σε μικρότερης αξίας φθογγόσημα.
Το μαντολίνο μπορεί να εκτελέσει όλα τα απλά διαστήματα 2ας 3ης 4ης, κ.λ.π. Τα σύνθετα διαστήματα 9ης , 10ης, 11ηης μπορεί να τα εκτελέσει μόνο όταν ο βαρύτερος φθόγγος είναι ανοικτή χορδή.
Το μαντολίνο αδυνατεί να κρατήσει τον ήχο φθόγγου μεγάλης αξία; γι αυτό και οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν το τρέμολο. Βέβαια αυτό δεν μπορεί χαρακτηρισθεί σαν λύση λόγω της δυσκολίας που έχει και την πολύ καλή τεχνική που χρειάζεται για να παραχθεί ο ήχος ισόχρονα. Πρέπει να χρησιμοποιείται περιστασιακά. Οι συνθέτες για τη λύση του προβλήματος της διάρκειας του ήχου, χρησιμοποίησαν την υποδιαίρεση των φθόγγων σε μικρότερης αξίας φθογγόσημα.
Το μαντολίνο μπορεί να εκτελέσει όλα τα απλά διαστήματα 2ας 3ης 4ης, κ.λ.π. Τα σύνθετα διαστήματα 9ης , 10ης, 11ηης μπορεί να τα εκτελέσει μόνο όταν ο βαρύτερος φθόγγος είναι ανοικτή χορδή.
ΣΥΓΧΟΡΔΙΕΣ :
Το μαντολίνο κατατάσσεται στα πρωτεύοντα όργανα για την
σωστή εκμάθηση της μελωδίας, ωστόσο μπορεί να αποτελέσει και όργανο συνοδείας
εκτελώντας τρίφωνες και τετράφωνες συγχορδίες.
Για κάθε νότα αντιστοιχεί μια συγχορδία. Έτσι έχουμε
την συγχορδία της Ντο, Ρε, Μι, Φα, Σολ, Λα, Σι νότας. Κάθε συγχορδία μιας νότας
μπορεί να είναι είτε ματζόρε είτε μινόρε.
π.χ. Ντο Ματζόρε
και η Ντο μινόρε, Σόλ ματζόρε και
η σολ μινόρε, Ρε ματζόρε και η ρε
μινόρε. Αυτό συμβαίνει με όλες τις νότες.
Στις μουσικές σχολές, ωδεία και ακαδημίες του
εξωτερικού Η διδασκαλία του μαντολίνου καθώς και οι τίτλοι σπουδών που
παρέχονται από αυτά τα ιδρύματα είναι αναγνωρισμένοι.
Στην Ιταλία υπάρχουν πολλά προγράμματα σπουδών που
εφαρμόζονται σε διαφορετικές πόλεις και που έχουν καταρτιστεί από τους εκάστοτε
διευθυντές της σχολής. Η διάρκεια σπουδών είναι 7 έτη καθημερινής
παρακολούθησης και το ανώτερο όριο ηλικίας για να γίνει δεκτός μαθητής στο
ά έτος είναι 20 ετών .Οι σπουδές είναι
χωρισμένες σε κατώτερη και ανώτερη βαθμίδα και περιλαμβάνουν έργα από
όλες τις εποχές και τα διάφορα στυλ που αναπτύχθηκαν στην τεχνική του
μαντολίνου μέχρι σήμερα. Επίσης στην ύλη συμπεριλαμβάνονται και
υποχρεωτικές σπουδές όπως: Θεωρία, Σολφέζ, Dictee, Ιστορία και μουσική αισθητική αλλά και γενική μουσική καλλιέργεια.
Καθώς το μαντολίνο εξαπλωνόταν έπαψε να θεωρείται το όργανο του μοναχικού εραστή της μουσικής. Πριν το τέλος του 19ου αιώνα άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα οργανικά σύνολα της οικογένειας του μαντολίνου. Για τις ανάγκες αυτών των ορχηστρών, τον 20ο αιώνα κατασκευάστηκαν μαντολίνα σε διάφορα μεγέθη, από κοντράλτο μέχρι και κοντραμπάσο, δημιουργώντας την οικογένεια του μαντολίνου μεγαλύτερων διαστάσεων και βαθύτερων τόνων.
Η ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΤΟΛΙΝΟΥ
Mandolin Ναπολιτάνικο κούρδισμα χορδών (SOL-RE-LA-MI) χρησιμοποιείται και μαντολίνο με κούρδισμα χορδών (SOL-RE-LA-MI) μια οκτάβα ψηλότερα
· Mandola Tenoro κούρδισμα χορδών (SOL-RE-LA-MI)ακούγεται μια οκτάβα χαμηλότερα από ότι γράφεται Επίσης χρησιμοποιείται και σήμερα η Alto Mandola με κούρδισμα χορδών (DO-SOL-RE-LA).
· Mandocello (DO, SOL, RE, LA ) μια οκτάβα χαμηλότερα από την άλτο μαντόλα
· Mandollone κούρδισμα χορδών (MI-LA-RE-SOL) ακούγεται μια οκτάβα χαμηλότερα από ότι γράφεται.
Τα πρώτα σύνολα αρχικά ως κουαρτέτα, εκτελούσαν έργα τα οποία ήταν διασκευές από όπερες και μουσική για πιάνο. Ωστόσο η ανάγκη να αποδοθούν όσο γινόταν πιο πιστά τα πρωτότυπα των συνθέσεων, άρχισαν να δημιουργούνται ορχήστρες μαντολινάτες ή ορχήστρες νυκτών εγχόρδων στις οποίες το μαντολίνο έπαιζε το ρόλο που είχε το βιολί στη συμφωνική αλλά και σε παραδοσιακές και λαϊκές ορχήστρες ανά τον κόσμο.
Σήμερα υπάρχουν πολλές και αξιόλογες ορχήστρες νυκτών εγχόρδων καθώς και πλούσιο ρεπερτόριο και κάθε χρόνο διοργανώνονται ανά τον κόσμο πολλές συναυλίες, φεστιβάλ, σεμινάρια και διαγωνισμοί. Από το 2002 καθιερώθηκε η EGMYO (European Guitar and Mandolin Youth Orchestra).Πρόκειται για μια ορχήστρα νυκτών εγχόρδων νέων ηλικίας έως 27 ετών απ΄όλη την Ευρώπη που συγκροτείται κάθε χρόνο σε διαφορετική χώρα με στόχο την συνεύρεση των νέων μουσικών και τη προετοιμασία ενός ρεπερτορίου με σύγχρονα έργα για ορχήστρες νυκτών εγχόρδων, υπό την καθοδήγηση κορυφαίων δασκάλων και διευθυντών ορχήστρας.
Mandolin Ναπολιτάνικο κούρδισμα χορδών (SOL-RE-LA-MI) χρησιμοποιείται και μαντολίνο με κούρδισμα χορδών (SOL-RE-LA-MI) μια οκτάβα ψηλότερα
· Mandola Tenoro κούρδισμα χορδών (SOL-RE-LA-MI)ακούγεται μια οκτάβα χαμηλότερα από ότι γράφεται Επίσης χρησιμοποιείται και σήμερα η Alto Mandola με κούρδισμα χορδών (DO-SOL-RE-LA).
· Mandocello (DO, SOL, RE, LA ) μια οκτάβα χαμηλότερα από την άλτο μαντόλα
· Mandollone κούρδισμα χορδών (MI-LA-RE-SOL) ακούγεται μια οκτάβα χαμηλότερα από ότι γράφεται.
Τα πρώτα σύνολα αρχικά ως κουαρτέτα, εκτελούσαν έργα τα οποία ήταν διασκευές από όπερες και μουσική για πιάνο. Ωστόσο η ανάγκη να αποδοθούν όσο γινόταν πιο πιστά τα πρωτότυπα των συνθέσεων, άρχισαν να δημιουργούνται ορχήστρες μαντολινάτες ή ορχήστρες νυκτών εγχόρδων στις οποίες το μαντολίνο έπαιζε το ρόλο που είχε το βιολί στη συμφωνική αλλά και σε παραδοσιακές και λαϊκές ορχήστρες ανά τον κόσμο.
Σήμερα υπάρχουν πολλές και αξιόλογες ορχήστρες νυκτών εγχόρδων καθώς και πλούσιο ρεπερτόριο και κάθε χρόνο διοργανώνονται ανά τον κόσμο πολλές συναυλίες, φεστιβάλ, σεμινάρια και διαγωνισμοί. Από το 2002 καθιερώθηκε η EGMYO (European Guitar and Mandolin Youth Orchestra).Πρόκειται για μια ορχήστρα νυκτών εγχόρδων νέων ηλικίας έως 27 ετών απ΄όλη την Ευρώπη που συγκροτείται κάθε χρόνο σε διαφορετική χώρα με στόχο την συνεύρεση των νέων μουσικών και τη προετοιμασία ενός ρεπερτορίου με σύγχρονα έργα για ορχήστρες νυκτών εγχόρδων, υπό την καθοδήγηση κορυφαίων δασκάλων και διευθυντών ορχήστρας.
Στην
Ελλάδα το μαντολίνο ως
μουσικό όργανο έκφρασης της τοπικής παράδοσης, εμφανίστηκε κυρίως στην Κρήτη
,από την εποχή της ενετοκρατίας 1211-1669, στα Μικρασιατικά παράλια και στα επίσης
ενετοκρατούμενα επτάνησα (από το 1387 ). Από τα Επτάνησα, διαδόθηκε στη νοτιοδυτική Ελλάδα όπου δημιουργήθηκαν δεκάδες ορχήστρες και λόγω του λαϊκού κυρίως χαρακτήρα των έργων που απέδιδαν αγαπήθηκαν αμέσως από τον κόσμο.
Πέττα Σάνη Διπλωματούχος Σύνθεσης
Πτυχιούχος Τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού
Πέττα Σάνη Διπλωματούχος Σύνθεσης
Πτυχιούχος Τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου